Τα συναισθήματα αποτελούν τρόπους εξωτερίκευσης της εσωτερικής κατάστασης του ατόμου και αναπόσπαστα στοιχεία της κοινωνικής μας έκφρασης, αφού μέσω των συναισθημάτων βιώνουμε την κοινωνικότητά μας και συμμετέχουμε στις κοινωνικές μας επαφές. Παράλληλα, τα συναισθήματα θεωρούνται η κινητήριος δύναμη της συμπεριφοράς μας, αφού κάθε απόφαση που λαμβάνουμε βασίζεται στο πώς αισθανόμαστε. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολιτιστικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο τα συναισθήματα εκφράζονται και ερμηνεύονται, υπάρχει μια γενική συμφωνία ότι ορισμένα συναισθήματα είναι παγκόσμια, με τον Κάρολο Δαρβίνο (1872) να είναι ο πρώτος που επιχειρηματολόγησε για την παγκοσμιότητα κάποιων συναισθημάτων. Αυτά τα συναισθήματα αποκαλούνται πρωτογενή, αφού θεωρείται ότι σχηματίζουν τη βάση ή τον πυρήνα από τον οποίο προέρχονται όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα και είναι η χαρά, ο φόβος, ο θυμός και η θλίψη.
Παρά το γεγονός ότι τα συναισθήματα είχαν μείνει για καιρό στο περιθώριο του επιστημονικού ενδιαφέροντος, εφόσον παρουσιάζονταν σε αντιδιαστολή προς την αντικειμενικότητα, την αλήθεια, τη λογική και τη γνώση, ο κοινωνιολόγος Erving Goffman ήταν αυτός που τα αναγνώρισε ως μορφές συμμετοχής των ατόμων, που εγγράφονται στο σώμα τους, προϋποθέτουν την κοινωνική αμοιβαιότητα και ανταλλαγή αλλά και συνεισφέρουν σε αυτήν. Στο βιβλίο του Η παρουσίαση του εαυτού στην καθημερινή ζωή (1956), το οποίο είχε ως θέμα τη δομή των κοινωνικών συναντήσεων που συγκροτούνται όταν οι άνθρωποι βρίσκονται υπό την άμεση παρουσία ο ένας του άλλου, ο Goffman ανέλυσε τις τεχνικές που επινοεί και εφαρμόζει το άτομο προκειμένου να επιτύχει τον έλεγχο των εντυπώσεων και τη διατήρηση και προστασία της αλληλεπίδρασης από παράγοντες που θα μπορούσαν να τη διαταράξουν ή ακόμα και να την καταστρέψουν. Μέσω της αναφοράς του στην αμηχανία, η οποία συνιστά έναν περιοριστικό παράγοντα της ανθρώπινης δράσης που τα σύγχρονα άτομα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν ή να αποφύγουν, ο Goffman εισήγαγε το στοιχείο του συναισθήματος στην αλληλεπίδραση και συνέβαλε στη συγκρότηση ενός θεωρητικού υπόβαθρου για την κοινωνιολογική μελέτη των συναισθημάτων.
Τα συναισθήματα έχουν διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του γνωστικού αντικειμένου της Κοινωνιολογίας του Σώματος, αφού αποτελούν τον πυρήνα της σωματοποίησης, ενός εναλλακτικού τρόπου κατανόησης του σώματος, η βασικότερη αρχή του οποίου είναι η ανάδειξη του σώματος σε κύριο συστατικό της ατομικής ταυτότητας και σε ενεργητικό στοιχείο της κοινωνικής δράσης. Προβάλλοντας τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τους φόβους, όπως προκύπτουν από τη βίωση του ατομικού σώματος, η σωματοποίηση συνεισφέρει στην κατανόηση του σώματος ως μιας δυναμικής πραγματικότητας, η οποία παράγει την κοινωνική δράση ανάλογα με τη θέληση του ζωντανού υποκειμένου.
Στη σύγχρονη κοινωνία της ανασφάλειας, της επικινδυνότητας και της αλλοτρίωσης, οι πολλαπλές απογοητεύσεις και η διάψευση των ελπίδων για το μέλλον, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, οδηγεί συχνά τα άτομα στη βίωση συναισθημάτων ματαιότητας και παθητικότητας. Αυτό έχει ως συνέπεια την απόσυρση και την παραίτηση, που με τη σειρά τους οδηγούν τα άτομα σε μια κενότητα συναισθημάτων, η οποία τα αφήνει «παγωμένα», ανίκανα για δράση και αλλαγή. Πολλές φορές αποφεύγουν ακόμα και να αισθανθούν, γιατί φοβούνται τη βίωση νέων αρνητικών συναισθημάτων, που πιστεύουν ότι δε μπορούν να την αντέξουν. Για το λόγο αυτό προτιμούν την αναστολή, την καταπίεση ή ακόμα και το «κοίμισμα» των συναισθημάτων τους.
Ωστόσο, τα σύγχρονα άτομα μπορούν να ανατρέψουν το φαινόμενο της απάθειας και της αδράνειας αν αφυπνίσουν τα συναισθήματά τους, δημιουργώντας μια καρποφόρα σχέση με τον εαυτό τους. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να καθορίζει ελεύθερα σε σημαντικό ποσοστό τη δράση του και τις ενέργειές του, χρησιμοποιώντας ως πηγή δύναμης τα συναισθήματά του. Η αμφίδρομη σχέση ενεργοποίησης του σώματος – αφύπνισης των συναισθημάτων είναι αυτή που μπορεί να δώσει αξία στην ανθρώπινη ζωή και να συνεισφέρει στην ανάκτηση της ελπίδας και της δημιουργικότητας.